- ναυστολήσηι
- ναυστολήσῃ , ναυστολέωcarryaor subj mid 2nd sgναυστολήσῃ , ναυστολέωcarryaor subj act 3rd sgναυστολήσῃ , ναυστολέωcarryfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.